From professional translators, enterprises, web pages and freely available translation repositories.
luteinizing stimulating hormone ;
θυλακιοτρόπος ορμόνη,
Last Update: 2022-06-24
Usage Frequency: 1
Quality:
Reference:
serum levels of luteinizing hormone (lh), follicle-stimulating hormone (fsh) and progesterone were not significantly affected.
Τα επίπεδα της ωχρινοτρόπου ορμόνης (lh), της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (fsh) και της προγεστερόνης στον ορό δεν επηρεάστηκαν σημαντικά.
the leydig cell tumours are associated with an increase in luteinizing hormone (lh), which is a known mechanism of leydig cell tumour formation in rats.
Οι όγκοι σε κύτταρα leydig σχετίζονται με αύξηση της ωχρινοτρόπου ορμόνης (lh), που αποτελεί γνωστό μηχανισμό σχηματισμού όγκων στα κύτταρα leydig στους αρουραίους.
in addition no clinically relevant effects on luteinizing hormone, follicle-stimulating hormone, or progesterone were observed when albiglutide and a combination oral contraceptive were co-administered.
Επιπλέον, δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σημαντικές επιδράσεις στην ωχρινοτρόπο ορμόνη, τη θυλακιοτρόπο ορμόνη ή την προγεστερόνη κατά τη συγχορήγηση της αλβιγλουτίδης με ένα από του στόματος λαμβανόμενο αντισυλληπτικό συνδυασμού.
for the last two decades, injection of long-acting luteinizing hormone-releasing hormone agonists (lh-rhas) has been used to achieve androgen ablation.
Τα τελευταία είκοσι έτη η αποστέρηση των ανδρογόνων επιτυγχάνεται µε ένεση µακράς δράσης αγωνιστών εκλυτικής ορµόνης της ωχρινοτρόπου ορµόνης (lh- rhas).
levetiracetam 1,000 mg daily did not influence the pharmacokinetics of oral contraceptives (ethinyl-estradiol and levonorgestrel); endocrine parameters (luteinizing hormone and progesterone) were not modified.
Το levetiracetam σε ημερήσια δόση 1. 000 mg δεν επηρέασε την φαρμακοκινητική των αντισυλληπτικών από του στόματος (αιθινυλοιστραδιόλη και λεβονοργεστρέλη) .Οι ενδοκρινικές παράμετροι (ωχρινοποιητική ορμόνη και προγεστερόνη) δεν μεταβλήθηκαν.
degarelix is a selective gonadotrophin releasing-hormone (gnrh) antagonist that competitively and reversibly binds to the pituitary gnrh receptors, thereby rapidly reducing the release of the gonadotrophins, luteinizing hormone (lh) and follicle stimulating hormone (fsh), and thereby reducing the secretion of testosterone (t) by the testes.
Η δεγαρελίξη είναι ένας εκλεκτικός ανταγωνιστής της ορμόνης που διεγείρει την έκλυση των γοναδοτροπινών (gnrh), ο οποίος συνδέεται ανταγωνιστικά και αναστρέψιμα με τους gnrh υποδοχείς της υπόφυσης, και έτσι μειώνει ταχέως την απελευθέρωση των γοναδοτροπινών, της ωχρινοτρόπου ορμόνης (lh) και της ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (fsh), μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την έκκριση της τεστοστερόνης (Τ) από τους όρχεις.