来自专业的译者、企业、网页和免费的翻译库。
rückläufig
Σε πτώση
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
rückläufig.
Βλ. π.χ. κεφάλαιο Ι.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
losigkeit, rückläufig sind.
αυξημένης ανεργίας.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
der verbrauch ist rückläufig
Παραγωγή πρωτογενούς ενέργειας ανά προϊόν, eu-15, 1997
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
d 7995: kfzzulassungen rückläufig;
Διεθνής συνεργασία
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
# staatliche beihilfen sind rückläufig
# Κρατικές ενισχύσεις: έχουν μειωθεί αλλά παραμένουν υψηλές
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
die konjunktur ist allgemein rückläufig.
Έφτασε πια η ώρα ν' αποκοπούμε απ' αυτό το παρελθόν.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
sie stagnieren oder sind sogar rückläufig.
Είναι στάσιμες, άρα μειώνονται.
最后更新: 2012-03-22
使用频率: 2
质量:
dieser ist bei fortgesetzter behandlung rückläufig.
Η αύξηση αυτή ομαλοποιείται κατά την πορεία της συνεχιζόμενης θεραπείας.
最后更新: 2017-04-25
使用频率: 3
质量:
somit war die mittelfristige entwicklung insgesamt rückläufig.
Έτσι, διαπιστώνεται ότι η συνολική μεσοπρόθεσμη τάση ήταν καθοδική.
最后更新: 2017-04-07
使用频率: 1
质量:
13.die weltmarktpreise für fleisch waren 2002 rückläufig.
Για το βόειο κρέας, η κατανάλιοση αναμένεται ότι ανέκαμψε σημαντικά το 2002.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
nb: * = teilzeitbeschäftigung rückläufig in diesen ländern.
Σημείωση: Η μερική απασχόληση μειώνεται στις χώρες αυτές, Πηγή: eurostat: Κοινοτικές έρευνες για το εργατικό δυναμικό.
最后更新: 2014-02-06
使用频率: 1
质量:
gegenüber 1998 waren diese mittel etwas rückläufig (-10 %).
Το ποσό αυτό ήταν ελαφρώς κατώτερο (-10%) από εκείνο του παρελθόντος έτους.
最后更新: 2017-04-07
使用频率: 1
质量: